μπουργέζης

μπουργέζης
μπουργέζης και βουργέζης, ὁ (Μ)
1. αυτός που ανήκει στην αστική τάξη, αστός
2. κάτοικος πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. burgeis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπουργέζαινα — και βουργέσαινα, ἡ (Μ) η γυναίκα τού μπουργέζη, αστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπουργέζης + κατάλ. αινα (προβλ. δράκ αινα, λέ αινα)] …   Dictionary of Greek

  • μπουργέζιος — και βουργέζιος, ὁ (Μ) [μπουργέζης] πολίτης, αστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”